- πέφη
- πέφη· ἐφάνη ἢ πεφύκασι, Hsch. [full] πεφήσομαι, [tense] fut. [voice] Pass. of φαίνω andA
θείνω 11
. [full] πεφῐδέσθαι, [full] πεφῐδοίμην, [full] πεφῐδήσομαι, v. φείδομαι. [full] πεφλάζει· βράζει, Id. [full] πεφλοιδώς· τὸν φλοιὸν ἀποβαλών, and [full] πεφλοιδέναι· φλυκταινοῦσθαι, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.